- ἐγκριδοπώλης
- ἐγκρῐδοπώλης, ου, ὁ,A dealer in ἐγκρίδες, Ar.Fr.256, Nicopho 19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγκριδοπώλης — ἐγκριδοπώλης ( ου), ο (Α) αυτός που πουλά τηγανίτες και γλυκά … Dictionary of Greek
ἐγκριδοπῶλαι — ἐγκριδοπώλης dealer in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκριδοπώλαις — ἐγκριδοπώλης dealer in masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκριδοπώλην — ἐγκριδοπώλης dealer in masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)